ὑπεραναβαίνω

ὑπεραναβαίνω
ὑπερ-ανα-βαίνω, darüber hinaufsteigen, übersteigen, – übertr., übertreffen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπεραναβαίνω — ΜΑ [ἀναβαίνω] 1. ανεβαίνω πάνω από κάτι, υπερβαίνω, περνώ πάνω από κάτι («ὑπεραναβαίνειν τὰς Ἄλπεις», Ζώσιμ.) 2. υπερτερώ, υπερέχω, είμαι ανώτερος 3. φρ. «ὑπεραναβεβηκὸς κριτήριον» υπέρτατο, ανώτατο κριτήριο (Σέξτ. Εμπ.) …   Dictionary of Greek

  • ὑπεραναβαίνω — ὑπέρ ἀναβαίνω go up pres subj act 1st sg ὑπέρ ἀναβαίνω go up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερανάβασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπεραναβαίνω] η απόλυτη υπεροχή, το να είναι κάτι πολύ πιο πάνω από κάτι άλλο («τῆς τῶν ἀγγέλων ἀξίας τὸ μέγεθος καὶ τῆν ὑπερανάβασιν...», Χρύσ. Ιεροσ.) …   Dictionary of Greek

  • υπεραναβεβηκότως — Μ επίρρ. με ανώτατη, ύψιστη έννοια («ὑπεραναβεβηκότως εἰπεῑν», Προκ. Γαζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεραναβεβηκώς, ότος, μτχ. παρακμ. τού ρ. ὑπεραναβαίνω + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”